φρονιμότητα

φρονιμότητα
[-ης (-ητος)] η см. φρονιμάδα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φρονιμότητα" в других словарях:

  • φρονιμότητα — η / φρονιμότης, ητος, ΝΜΑ [φρόνιμος] φρονιμάδα …   Dictionary of Greek

  • φρονιμότητα — η φρόνηση, σύνεση, φρονιμάδα, χρηστά ήθη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρονιμότητα — φρονιμότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονιμάδα — η 1. φρόνηση, φρονιμότητα, σωφροσύνη: Βασιλιάς μεφρονιμάδα. 2. σοβαρότητα του χαρακτήρα: Κι η φρονιμάδα σου άτοπη χωρίς καιρό (Γ. Βιζυηνός). 3. χρηστότητα, χρηστοήθεια, αγνότητα ηθών: Όλοι έχουν να λένε για τη φρονιμάδα του κοριτσιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»